- ρεβανσιστής
- ο, θηλ. ρεβανσίστρια, Νοπαδός τού ρεβανσισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. revanchiste < revanche (βλ. ρεβάνς) + κατάλ. -iste (βλ. -ιστής)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρεβανσιστικός — ή, ό, Ν [ρεβανσιστής] σχετικός με την πολιτική τού ρεβανσισμού («οι ρεβανσιστικοί κύκλοι τού Πενταγώνου») … Dictionary of Greek